-
1 μαίανδρος
μαίανδρος, ὁ, s. nom. pr.; bei Späteren übertr. von jeder Krümmung, von einem vielfach geschlängelten Wege, von Verzierungen auf Kunstdenkmälern.
-
2 Μαιανδρος
ὅ Мэандр1) река в сев. Карии, чрезвычайно извилистая Hom. etc. -
3 Μαίανδρος
Μαίανδροςwinding: masc nom sg -
4 Μαίανδρος
Μαίανδρος, ὁ, Maeander, a river of Caria, Il.2.869, Hes.Th. 339; noted for its windings, Hdt.2.29:—Adj. [full] Μαιάνδριος, α, ονA, πέδιον D.P.837
, etc.II metaph., winding, μαιάνδρους πολλοὺς ἑλίττει, of water, Philostr.Im.1.9; winding pattern, Aristeas 66, Str.12.8.15, J.AJ12.2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μαίανδρος
-
5 Μαίανδρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Μαίανδρος
-
6 μαίανδρος
μαίανδρος, ὁ, übertr. von jeder Krümmung, von einem vielfach geschlängelten Wege, von Verzierungen auf Kunstdenkmälern -
7 Μαίανδρος
Μαίανδρος, ου, ὁ (Hom.+; ins; SibOr 4, 149; 151) Maeander, a river in Caria in Asia Minor IMg ins; s. Μαγνησία. -
8 μαίανδρος
ο меандр (узор) -
9 μαίανδρος
boucle -
10 Μαιάνδροιο
Μαίανδροςwinding: masc gen sg (epic) -
11 Μαιάνδρου
Μαίανδροςwinding: masc gen sg -
12 Μαιάνδρους
Μαίανδροςwinding: masc acc pl -
13 Μαίανδρον
Μαίανδροςwinding: masc acc sg -
14 орнамент
орнамент м η διακοσμητική γραμμή· греческий \орнамент η γκρέκα, ο μαίανδρος* * *мη διακοσμητική γραμμήгре́ческий орна́мент — η γκρέκα, ο μαίανδρος
-
15 извив
-а α.ελιγμός, κλωθογύρα, μαίανδρος, ζιγκ-ζάγκ•-ы реки μαίανδρος ποταμού.
-
16 Maeander
Maeander, drī, m. u. Maeandros (u. -us), drī, m. (Μαίανδρος), I) ein Fluß in Ionien und Phrygien, der bei Milet ins Ikarische Meer fließt, berühmt wegen seiner vielen Krümmungen, der Sage nach Vater der Cyane, die den Kaunus u. die Byblis gebar, j. Meinder, Form -der, Liv. 38, 13, 6 sq. u.a.: Form -dros, Ov. met. 2, 246 u.a.: Form -drus, Sil. 7, 139: Vok. Maeandre, Claud. in Eutr. 2, 268. – more Maeandri, mit Krümmungen, in krummen Linien, Colum. 8, 17, 11. – II) appellat., jede Krümmung, Windung, a) eine Krümmung des Weges, ein Umweg, Cic. Pis. 53. Amm. 30, 1, 12. Prud. cath. 6, 142 (wo Meandros): dialecticae gyri atque Maeandri, Gell. 16, 8, 17. – b) in der Stickerei, bes. die künstlich ineinander verschlungenen Purpureinfassungen an den Gewändern der Alten, Verg. Aen. 5, 251. – Dav.: a) Maeandrātus, a, um, voll Krümmungen, Varro sat. Men. 534. – b) Maeandricus, a, um, mäandrisch, Tert. de pall. 4 zw. (Oehler Menandrico). – c) Maeandrius, a, um (Μαιάνδριος), mäandrisch, unda, Prop.: iuvenis, Kaunus, Mäanders Enkel, Ov.
-
17 παλιμπλανης
-
18 извилина
1. (реки) о μαίανδρος, η στροφή, η καμπή 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου), η «φουρκέτα» 3. анат. η έλικ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > извилина
-
19 орнамент
ο μαίανδρος (το διακοσμητικό σχέδιο αποτελούμενο από γεωμετρικά σχήματα σε διαδοχική σειρά), το μοτίβο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орнамент
-
20 извилина
изви́ли||наж1. (реки) ἡ στροφή, ἡ καμπή, ὁ μαίανδρος·2. анат. ἡ £λιξ:\извилинаны мо́зга ὁ£ Ελικες τοῦ ἐγκεφάλου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μαίανδρος — winding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίανδρος — Διακοσμητικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από ευθείες γραμμές που κάμπτονται σε ορθές γωνίες και σχηματίζουν συνεχή σειρά επαναλαμβανόμενων ελιγμών. Το σχήμα πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Μαίανδρο (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας, που είναι… … Dictionary of Greek
μαίανδρος — ο γραμμικό διακοσμητικό μοτίβο που αποτελείται από ευθείες γραμμές και ορθές γωνίες, ζικζακωτή γραμμή, η γκρέκα: Στην αρχαία Ελλάδα ο μαίανδρος ήταν πολύ συνηθισμένο σχέδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαίανδρος — ο ποταμός της Μικράς Ασίας που χύνεται στο Αιγαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαιάνδροιο — Μαίανδρος winding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάνδρου — Μαίανδρος winding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάνδρους — Μαίανδρος winding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάνδρῳ — Μαίανδρος winding masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαίανδρον — Μαίανδρος winding masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek